υποτιμησις

υποτιμησις
    ὑποτίμησις
    ὑπο-τίμησις
    -εως ἥ смягчающее обстоятельство, извинение Luc.
    

οὐχ ὑποτίμησιν εἰπών Plut. — не приводя ничего в свое оправдание, т.е. для своего отвода


Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. . 1958.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Смотреть что такое "υποτιμησις" в других словарях:

  • ὑποτίμησις — estimate of one s own liability fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὑποτιμήσει — ὑποτίμησις estimate of one s own liability fem nom/voc/acc dual (attic epic) ὑποτιμήσεϊ , ὑποτίμησις estimate of one s own liability fem dat sg (epic) ὑποτίμησις estimate of one s own liability fem dat sg (attic ionic) ὑποτῑμήσει , ὑποτιμάομαι… …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὑποτιμήσεις — ὑποτίμησις estimate of one s own liability fem nom/voc pl (attic epic) ὑποτίμησις estimate of one s own liability fem nom/acc pl (attic) ὑποτῑμήσεις , ὑποτιμάομαι aor subj act 2nd sg (attic epic ionic) ὑποτῑμήσεις , ὑποτιμάομαι fut ind act 2nd… …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὑποτιμήσεσι — ὑποτίμησις estimate of one s own liability fem dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὑποτίμησιν — ὑποτίμησις estimate of one s own liability fem acc sg ὑποτί̱μησιν , ὑποτιμάομαι pres ind act 3rd sg ὑποτιμάω name the price of pres ind act 3rd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • υποτίμηση — η / ὑποτίμησις, ήσεως, ΝΜΑ [ὑποτιμῶ] νεοελλ. 1. μείωση τής τιμής ενός αγαθού («υποτίμηση τών καπνών σε σχέση με πέρυσι») 2. μείωση τής συναλλακτικής αξίας τής εθνικής νομισματικής μονάδας σε όρους χρυσού, αργύρου ή ξένου νομίσματος, η οποία… …   Dictionary of Greek

  • ὑποτιμήσεως — ὑποτιμήσεω̆ς , ὑποτίμησις estimate of one s own liability fem gen sg (attic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»